- προγονικός
- προ-γονικός, ή, όν, u. προ-γονητικός, die Vorfahren betreffend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προγονικός — derived from parentage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγονικός — ή, ό / προγονικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρόγονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους προγόνους, πατρογονικός, προπατορικός (α. «προγονική δόξα» β. «προγονικαὶ κτήσεις», επιγρ.) 2. αυτός που προέρχεται από τους προγόνους, πατροπαράδοτος νεοελλ. συνεκδ … Dictionary of Greek
προγονικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους προγόνους, ο προπατορικός: Προγονικά κτήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προγονικά — προγονικός derived from parentage neut nom/voc/acc pl προγονικά̱ , προγονικός derived from parentage fem nom/voc/acc dual προγονικά̱ , προγονικός derived from parentage fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγονικῶν — προγονικός derived from parentage fem gen pl προγονικός derived from parentage masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγονικόν — προγονικός derived from parentage masc acc sg προγονικός derived from parentage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγονικαῖς — προγονικός derived from parentage fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγονικαί — προγονικός derived from parentage fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγονικοῖς — προγονικός derived from parentage masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγονικοῦ — προγονικός derived from parentage masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγονικούς — προγονικός derived from parentage masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)